πρόσδεση

πρόσδεση
amarrage

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • πρόσδεση — η / πρόσδεσις, έσεως, ΝΑ [προσδέω (Ι)] δέσιμο με κάτι, σύνδεση νεοελλ. προσχώρηση, υποταγή σε κάποιον («η πρόσδεσή του στο άρμα τών αντιπάλων τόν εξέθεσε για πάντα στα μάτια τής κοινής γνώμης») αρχ. η ακινητοποίηση ενός μέλους τού σώματος με… …   Dictionary of Greek

  • δέσιμο — το (Μ δέσιμον) 1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο 2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα 3. συναισθηματικός δεσμός 4. (για γάμο) η ένωση 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • άκατος — Μικρό ταχύπλοο σκάφος, με ή χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μεταφορά φορτίων ή ανθρώπων, όταν δεν είναι δυνατή η πρόσδεση των καραβιών στην αποβάθρα. Οι ά. κρεμιούνται με ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα περιμετρικά,… …   Dictionary of Greek

  • έναψις — ἔναψις, η (Α) σύνδεση, δέσιμο, πρόσδεση …   Dictionary of Greek

  • ένδεση — η (AM ἔνδεσις, η) νεοελλ. 1. εσωτερική σύνδεση 2. ενδέτης αρχ. 1. (για οστά) συναρμολόγηση, συνάρθρωση 2. στερέωση ενός αντικειμένου με πρόσδεση 3. η συναρμογή τού εποικοδομήματος με τη βάση 4. εμπλοκή, ταραχή …   Dictionary of Greek

  • ακροδέτηση — η [ακροδετώ] Ναυτ. πρόσδεση τών ακραίων γωνιών τού τετράγωνου ιστίου στην ειδική θέση τών ακροκεραίων* …   Dictionary of Greek

  • ανάδεση — η (Α ἀνάδεσις) [ἀναδέω] 1. δέσιμο προς τα επάνω 2. (για τα μαλλιά) το μάζεμα και δέσιμο προς τα επάνω (αχ.) πρόσδεση, περίδεση …   Dictionary of Greek

  • ανακρέμαση — η 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. η εκ νέου ανάρτηση, ξανακρέμασμα 3. η πρόσδεση τών τελευταίων άκρων τού στημονιού κατά το τέλος τής ύφανσης σε ραβδί που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια* 4. συγκέντρωση νεφών… …   Dictionary of Greek

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

  • διασφενδόνηση — η 1. ρίψη βλήματος με σφεντόνα 2. τρόπος διαμελισμού καταδίκου που γίνεται με πρόσδεση τών ποδιών του σε δύο λυγισμένα δένδρα που αφήνονται απότομα …   Dictionary of Greek

  • επίγυιο(ν) — ἐπίγυιον και γυον, το (Α) το σχοινί που χρησιμεύει για την πρόσδεση πλοίου στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γυίον «μέλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”